αέτωμα

αέτωμα
Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η οριζόντια του γείσου. Στην αρχή ο χώρος αυτός ήταν κενός, αλλά από τον 7ο αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε για να περικλείει διακοσμητικά στοιχεία: πλάκες ζωγραφιστές, που σκοπό είχαν να κρύψουν τις απολήξεις των δοκών της σκεπής, αρχιτεκτονικά κεραμικά στοιχεία ή και γλυπτά ακόμα, που είχαν κατασκευαστεί ειδικά για να καλύψουν το τριγωνικό τμήμα του άνω μέρους της πρόσοψης του ναού. Τα θέματα των γλυπτών ήταν μυθολογικές σκηνές, οι οποίες συνδέονταν με τις θεότητες στις οποίες ήταν αφιερωμένος ο ναός ή με μύθους οι οποίοι σχετίζονταν με την περιοχή ή με το ιερό του οποίου μέρος αποτελούσε ο ναός. Αυτά τα γλυπτικά σύνολα των α. των μεγαλύτερων ναών αποτελούν ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της ιστορίας της ελληνικής γλυπτικής. Η μορφή του α., κατάλληλη για να επιστέψει όχι μόνο τους ναούς, αλλά και κάθε άλλο μνημείο που παρουσιάζει μια ανάλογη όψη, χρησιμοποιήθηκε τόσο στις στενές πλευρές των σαρκοφάγων, όσο και –προπάντων– στις αναθηματικές και επιτύμβιες στήλες, από τον 5ο αι. π.Χ. έως και τα τέλη του αρχαίου κόσμου. Στον Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε πολύ το α., πάντοτε σε λειτουργική συνάρτηση με τη συνολική δομή· τυπικά, με την έννοια αυτή, είναι τα α. στις ρομανικές και γοτθικές εκκλησίες, ένα για κάθε κλίτος, με μεγάλο ρόδακα στο κέντρο. Αλλά και έξω από την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, το α. εμφανίζεται σε πόρτες, πυλώνες, τάφους, πρόθυρα κλπ., με μορφή άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο γνήσια. Τέλος, και ο οβελίσκος μπορεί να θεωρηθεί με την αυστηρή έννοια του όρου ως ένα σύνολο τριγωνικών α. πάνω στο ακρότατο τμήμα της αιχμηρής μορφής. Η Αναγέννηση επανέρχεται στη χρήση του α. με την κλασική του μορφή, κυρίως στην πρόσοψη των εκκλησιών, ερμηνεύοντας όμως ελεύθερα τα ελληνικά και ρωμαϊκά πρότυπα. Οι αρχιτέκτονες του μπαρόκ όχι μόνο το πλουτίζουν, όπως και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία, με αγάλματα, τρόπαια, θυρεούς κλπ., όχι μόνο σπάνε σε μερικά σημεία το πλαίσιο και την τριγωνική του επιφάνεια, αλλά του δίνουν και βάθος, παρεμβάλλοντας στις επίπεδες επιφάνειες και κυρτές. Το α. εξαφανίζεται ουσιαστικά από την ιστορία της αρχιτεκτονικής μετά την υπερβολική χρήση του από τους νεοκλασικούς αρχιτέκτονες και από τους αρχιτέκτονες του όψιμου εκλεκτικισμού του 19ου αι. Αέτωμα ναού στην Κρεμόνα της Ιταλίας, οικοδόμημα του 12ου αι. Ο ναός της Μαγδαληνής στο Παρίσι, με το εντυπωσιακό του αέτωμα. Το αέτωμα του ναού της θεάς Ομόνοιας στον Ακράγαντα (5ος αι. π.Χ.) αποτελεί τυπικό δείγμα των αντιλήψεων των αρχαίων Ελλήνων αρχιτεκτόνων για τον οργανικό ρόλο του αετώματος στην αισθητική του οικοδομήματος. Το αέτωμα των προπυλαίων της Ακαδημίας στην Αθήνα, με γλυπτά του Λ. Δρόση, που απεικονίζουν τη γέννηση της θεάς Αθηνάς.
* * *
το (Α ἀέτωμα) [ἀετός]
η τριγωνική επίστεψη τών στενών πλευρών τού αρχαίου ελληνικού ναού, η οποία σχηματίζεται από την κορνίζα τής οροφής και τής αμφίκλινης στέγης
αρχ.
το τρίγωνο τής οροφής σπιτιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αέτωμα — το, ατος το τριγωνικό επιστέγασμα των στενών πλευρών του αρχαίου ναού: Στο αέτωμα υπάρχουν συνήθως γλυπτές παραστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀέτωμα — ἀ̱έτωμα , ἀέτωμα gable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭТОМА —    • Άέτωμα          или Άετός, см. Templum, Храм, 6 …   Реальный словарь классических древностей

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κέρκυρας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας εγκαινιάστηκε το 1967, σ’ ένα όμορφο κτίριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε μεταξύ του 1962 και 1965 (Βράιλα 1). Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο νησί των Φαιάκων. Στα μέσα της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Τεγέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας χτίστηκε στις αρχές του 20ού αι. στο χωριό Αλέα. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από τα νεολιθικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Τα πρωιμότερα ευρήματα που εκτίθενται στο μουσείο προέρχονται από τις περιοχές… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αφαίας — Η επίσκεψη σε έναν από τους ομορφότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, που είναι το ιερό της Αφαίας –της κόρης του Δία που κρύφτηκε στην Αίγινα καταδιωκόμενη από τον ερωτευμένο με αυτήν Μίνωα– θα ήταν καλό να αρχίσει από αυτό το μικρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”